αλεξίπονος

αλεξίπονος
ἀλεξίπονος, -ον (Α)
αυτός που απομακρύνει, που διώχνει τον πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι-* (< ἀλέξω) + πόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀλεξίπονος — warding off pain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξίπονον — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem acc sg ἀλεξίπονος warding off pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιπόνοιο — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιπόνου — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”